περικάρπιο — το το περίβλημα του καρπού, αλλιώς τσόφλι, φλούδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
περικαρπικός — και περικαρπιακός, ή, ό, Ν [περικάρπιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρπιο 2. φρ. «περικαρπικά σπέρματα» βοτ. τα σπέρματα τών οποίων ο άξονας είναι παράλληλος με τον άξονα τού καρπού … Dictionary of Greek
βαβούλι — το (Μ βαβάλιν) το μπουμπούκι νεοελλ. 1. ο κλειστός καρπός του βαμβακιού 2. το εξώφυλλο του καρπού, το περικάρπιο 3. το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. valvulus, με ανομοιωτική αποβολή του λ , ενώ ο τ. βαβάλιν με εξακολουθητική… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
γυμνόσπερμος — η, ο (AM γυμνόσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει σπέρμα χωρίς θήκη ή περικάρπιο … Dictionary of Greek
επικάρπιο — το (Α ἐπικάρπιος, ον) νεοελλ. το επικάρπιο βοτ. υμένας που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο. αρχ. 1. (επίθ. τού Διός) αυτός που παράγει ή προστατεύει τους καρπούς, ο καρποδότης 2. εποχή που παράγονται οι καρποί («ἐπικάρπιοι ὧραι», Άρατ.) 3. αυτός … Dictionary of Greek
ηλιοτροπίνη — Φαινολική αλδεΰδη, με χημικό τύπο CH2O2 C6H3CHO. Είναι ο μεθυλαιθέρας της πρωτοκατεχικής αλδεΰδης και βρίσκεται στα λουλούδια του ηλιοτροπίου, στο περικάρπιο της βανίλιας και σε μερικά αιθέρια έλαια. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους με πολύ… … Dictionary of Greek
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek